faq

Η αγωνία να είμαστε σωστοί και καλοί γονείς είναι σημάδι ότι ενδιαφερόμαστε πραγματικά για τα παιδιά μας και την εξέλιξή τους. Τα παιδιά δεν χρειάζονται τέλειους και αλάθητους γονείς, αλλά αυτούς που προσπαθούν, αγωνίζονται, συνεχίζουν να θέλουν να μαθαίνουν, παραδέχονται τα λάθη τους και δείχνουν ειλικρινές ενδιαφέρον για τα παιδιά τους. Η αγάπη, η φροντίδα,  η κατανόηση, η ειλικρίνεια, η σταθερότητα, η συνέπεια, η ενθάρρυνση να αυτονομηθούν, η αποδοχή και η συμπαράσταση είναι οι βασικές ανάγκες που έχουν τα παιδιά για να γίνουν ώριμα, υπεύθυνα, αποφασιστικά, ανεξάρτητα, κοινωνικά και υγιή άτομα.

Στην εφηβεία η κορύφωση του αναπτυξιακού ρυθμού συντελείται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές για τα διάφορα μέλη του σώματος. Η βασική ισορροπία του σώματος διαταράσσεται προσωρινά, προκαλώντας σε μερικούς εφήβους την ενοχλητική αίσθηση της έλλειψης σταθερότητας, την οποία δεν είναι σε πάντα σε διάθεση να κατανοήσουν και να αποδεχθούν, καθώς δεν τους είναι καθόλου ευχάριστη η αίσθηση ότι οι αλλαγές που γίνονται στο σώμα τους δεν βρίσκονται υπό τον πλήρη έλεγχό τους. Πρόκειται για φυσιολογική κατάσταση που αποτελεί μέρος του περάσματος στην ενηλικίωση και δεν εμπνέει ανησυχία.

Συχνά οι έφηβοι δυσκολεύονται να χειριστούν τις αλλαγές στη διάθεση και στο σώμα τους, νιώθουν πώς κανείς δεν τους καταλαβαίνει, αισθάνονται μόνοι και ξεσπούν σε κλάματα, έχουν ανάγκη να αποστασιοποιούνται  και φαίνεται να κρύβουν πράγματα, δεν εκφράζουν τις ανησυχίες τους στους γονείς, διεκδικούν το δικό τους χώρο και επαναπροσδιορίζουν τη σχέση τους με τον εαυτό τους και τους σημαντικούς άλλους. Εάν, ωστόσο, παρατηρήσετε μεγάλες μεταπτώσεις και αλλαγές στις συνήθεις του φαγητού και του ύπνου, εύκολη κόπωση, επίμονο αίσθημα απελπισίας και απέχθειας προς τον εαυτό ή έλλειψη χαράς για όλα, καλό είναι να συμβουλευτείτε έναν ψυχολόγο για να βεβαιωθείτε ότι δεν πρόκειται για σημάδια κατάθλιψης, πέρα των συνήθων συμπτωμάτων της εφηβικής ηλικίας.

 

 

Συχνά τα παιδιά που μπαίνουν στην εφηβική ηλικία (10-17 ετών) παρουσιάζουν ξεσπάσματα θυμού, απότομες αλλαγές στην συμπεριφορά, δυσκολίες στην συνύπαρξη με τους γονείς, αντίσταση στην κριτική και στις τιμωρίες και παράλληλα μια τάση να αποσύρονται, να απομονώνονται και να μην εκφράζουν τις ανησυχίες και τους υπαρξιακούς προβληματισμούς τους στους γονείς. Το παιδί μεγαλώνει και αρχίζει να συγκρούεται με άτομα κύρους και εξουσίας – δάσκαλους, καθηγητές, γονείς – καθώς αγωνίζεται να διαμορφώσει τη δική του ταυτότητα, και να γίνει ένα ξεχωριστό, ανεξάρτητο και ώριμο άτομο, δοκιμάζοντας τα όρια και τις αντοχές του ίδιου και των ατόμων του οικείου περιβάλλοντος. Αυτή η διαδικασία είναι φυσιολογική και επιθυμητή ως ένα βαθμό, αλλά ενίοτε εξαιρετικά δύσκολή στο χειρισμό της. Η καθοδήγηση από ένανεξειδικευμένο ψυχολόγο θα σας βοηθήσει να χειριστείτε τη νέα κατάσταση περισσότερο αποδοτικά και αποτελεσματικά.

Πολλές φορές τα παιδιά όταν πιέζονται συναισθηματικά και θέλουν να αποφύγουν μια κατάσταση που τους προκαλεί άγχος ή φόβο, ζητούν να επισκεφτούν την τουαλέτα ή να πιουν νερό, προκειμένου να απομακρυνθούν, έστω και για λίγο, από το στρεσογόνο ερέθισμα. Συνήθως, γονείς και δάσκαλοι επιζητούν να βάλουν όριο σε τέτοιου είδους συμπεριφορές, όμως αν φανούν άκαμπτοι και αυστηροί μπορεί να επιτύχουν το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή το παιδί να αγχωθεί και να φοβηθεί ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα τέτοιου είδους συμπεριφορές να ενταθούν. Οι ενήλικες που αντιμετωπίζουν μια τέτοια κατάσταση πρέπει να προσπαθήσουν να καταλάβουν τι ακριβώς αγχώνει ή φοβίζει το παιδί, τι το ωθεί να θέλει να «δραπετεύσει» από το χώρο. Μπορεί οι ίδιοι να χαλαρώσουν το παιδί με ένα παιχνίδι ή μια αγκαλιά ή να ζητήσουν τη βοήθεια ενός ειδικού θεραπευτικού παιχνιδιού-παιγνιοθεραπείας που θα βοηθήσει το παιδί να εκφράσει πλήρως τους φόβους και τα άγχη του και να μάθει να τα διαχειρίζεται ικανοποιητικά.

Ένα παιδί χαμένο στις σκέψεις του, που δεν έχει διαγνωσθεί με διάσπαση προσοχής, πιθανότερα βασανίζεται από κάποιου είδους συναισθηματικό θέμα. Μπορεί να συμβαίνει κάτι στο σπίτι ή στο σχολείο – στο παρόν ή στο παρελθόν – το οποίο να απασχολεί το παιδί και να του προκαλεί εσωτερική ένταση και συγκρούσεις. Το αποτέλεσμα είναι τα εσωτερικά ερεθίσματα να είναι εντονότερα από τα εξωτερικά και να τραβούν την προσοχή και καταναλώνουν την ενέργεια του παιδιού. Σε αυτή την περίπτωση, το θεραπευτικό παιχνίδι – η παιγνιοθεραπεία μπορούν να δώσουν διέξοδο στις σκέψεις, τα συναισθήματα και την συσσωρευμένη ένταση του παιδιού, κι έτσι να το βοηθήσουν στη συγκέντρωση και στην πιο ενεργή συμμετοχή του στην καθημερινότητά του.

Όλες οι παραπάνω συμπεριφορές είναι εκκλήσεις του παιδιού για προσοχή και βοήθεια. Όταν ένα παιδί νιώθει ότι δεν αναγνωρίζεται για όλα όσα είναι ή ότι δεν γίνεται πλήρως ορατό και αποδεκτό από το περιβάλλον του, θα αποζητήσει έναν τρόπο να τραβήξει την προσοχή όσων έχει ανάγκη να το προσέξουν. Ένα παιδί που κάνει τον κλόουν στην τάξη αποζητάει την θετική αποδοχή των ανθρώπων γύρω του, να αναγνωρίσουν πόσο άξιο και ικανό είναι και να λάβει το θαυμασμό με το να προκαλεί το γέλιο των συμμαθητών και την προσοχή της δασκάλας. Το παιδί αυτό θέλει απελπισμένα να ανήκει κάπου και είναι ικανό να κάνει τα πάντα για να το πετύχει.

Ομοίως, το παιδί με διασπαστική συμπεριφορά έχει ανάγκη να ασχοληθούν μαζί του, ακόμα και αν αυτή η ενασχόληση είναι φαινομενικά αρνητική, αν δηλαδή το επιπλήξουν. Για εκείνο, οποιαδήποτε προσοχή είναι καλύτερη από το να μην το προσέχουν.

Τέλος, το παιδί που αποτραβιέται, έχει παραιτηθεί από τις όποιες προσπάθειες έκανε να αναγνωριστεί το ίδιο και η αξία του. Συχνά, αυτά τα παιδιά, ενώ χρειάζονται τη μεγαλύτερη προσοχή, δε λαμβάνουν καμία βοήθεια, διότι δε δημιουργούν κανενός είδους προβλήματα στους ενήλικες γύρω τους.

Παιδιά που επιδεικνύουν συμπεριφορές σαν τις παραπάνω είναι καλό να παραπέμπονται για θεραπευτικό παιχνίδι ή παιγνιοθεραπεία, ούτως ώστε να αναγνωρίσουν την αξία τους και να μάθουν να λαμβάνουν την προσοχή που χρειάζονται με εποικοδομητικότερους τρόπους.

Τα παιδιά συχνά γίνονται οι αποδέκτες των απαιτήσεων της κοινωνίας για επίδειξη ωριμότητας. Μια συχνή αμυντική αντίδραση των παιδιών σε τέτοιου είδους ασυνείδητη ψυχολογική πίεση είναι να «πισωγυρίσουν» συναισθηματικά και συμπεριφορικά σε μια ηλικία μικρότερη από τη χρονολογική τους ηλικία. Έτσι, μπορεί να παρατηρηθεί ανώριμη συμπεριφορά στο σχολείο, στο σπίτι αλλά ακόμα και στον τρόπο που ένα παιδί κινείται, μιλάει, τρέφεται ή παίζει, στην προσπάθειά του να παραμείνει μικρό και να αποφύγει το βάρος των ευθυνών της εκάστοτε ηλικίας τους. Όταν ένας γονιός ή δάσκαλος παρατηρήσει τέτοιου είδους συμπεριφορά να επιμένει, θα πρέπει να ζητήσει τη βοήθεια ειδικού θεραπευτικού παιχνιδιού, ώστε το παιδί, μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον και χρησιμοποιώντας τον πιο προσιτό για εκείνο τρόπο έκφρασης, το παιχνίδι, να ωριμάσει και να συμβαδίσει με τις ευθύνες αλλά και τις χαρές της εκάστοτε ηλικίας του.

Τα παιδιά μερικές φορές ακολουθούν ασυνείδητα τρόπους για να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν όσα τα δυσκολεύουν, όπως το να αλλάζουν θέμα συζήτησης, να χρησιμοποιούν το χιούμορ ως άμυνα, να αδιαφορούν ή να θυμώνουν με όσους επιμένουν να αναλάβουν την ευθύνη τους. Τέτοιες στιγμές εμφανίζονται όταν το παιδί δυσκολεύεται να εκφράσει όσα το ενοχλούν και συγκρούεται μέσα του για τον τρόπο που θα επικοινωνήσει στους άλλους το θέμα που τον απασχολεί, ώστε να γίνει κατανοητό και σεβαστό. Συχνά, σε αυτές τις τεχνικές αποφυγής καταφεύγουν τα παιδιά όταν πρόκειται για θέματα που αφορούν την παρακολούθηση μαθημάτων, τη σχολική επίδοση, τις ευθύνες τους στο σπίτι, τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, τις εντάσεις και ανταγωνισμούς μέσα στην οικογένεια, αλλά και θέματα προσωπικά που τα κάνουν να νιώθουν συστολή όταν τα συζητούν. Τότε χρειάζεται να αναπτυχθεί ένα τέτοιο κλίμα εμπιστοσύνης, ασφάλειας σταθερότητας, συνέπειας, πραγματικής κατανόησης και  ενσυναίσθησης, σε συνεργασία με τον παιγνιοθεραπευτή, ώστε το παιδί να είναι σε θέση να εκφράσει όσα το στεναχωρούν, το θυμώνουν ή το δυσκολεύουν και να προχωρήσει σε ένα πιο λειτουργικό επίπεδο στο σχολείο, στην οικογένεια και στις ευρύτερες κοινωνικές του σχέσεις.

Για τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες και τους μαθητές που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν επαρκώς  στις σχολικές απαιτήσεις, η φοίτηση στο σχολείο μπορεί να αποτελέσει πηγή εσωτερικής πάλης. Η πίεση για επιτυχία είναι μεγάλη και το τίμημα της αποτυχίας βαρύ, ειδικά όταν υπάρχει κλίμα ανταγωνισμού στο σχολείο ή στο οικογενειακό περιβάλλον. Πίσω από το προσωπείο ενός μαθητή γεμάτου αντιρρήσεις και θυμού προς τους δασκάλους ή τους «καλούς μαθητές» της τάξης, κρύβεται ένα έντονο συναίσθημα φόβου αποτυχίας και μειονεκτικότητας. Πέραν ενός εκπαιδευτικού αποκαταστασιακού προγράμματος για την αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών, είναι απαραίτητη η παρέμβαση ενός παιδοψυχολόγου ή παιγνιοθεραπευτή, προκειμένου για την ενθάρρυνση των προσπαθειών και την ενίσχυση της αυτοπεποίθησής του παιδιού, μέσα σε ένα κλίμα ασφάλειας και αποδοχής, ώστε να ενισχυθεί και να κινητοποιηθεί για να συνεχίσει να προσπαθεί.

 

 

Υπάρχουν απλές οδηγίες – «Φέρε μου το μολύβι» – και περισσότερο σύνθετες – «Πήγαινε στο γραφείο, πάρε το πράσινο στυλό και το κίτρινο τετράδιο και φέρε μου τα» – οι οποίες για να μπορέσουν να ολοκληρωθούν με επιτυχία θα πρέπει το παιδί να είναι συγκεντρωμένο και να χρησιμοποιεί τη μνήμη του. Η μνήμη δίνει τη δυνατότητα στο παιδί να απομνημονεύει και να ανακαλεί εύκολα και αποτελεσματικά νέο λεξιλόγιο και πληροφορίες από το περιβάλλον του. Ο ρόλος του εργοθεραπευτή σε αυτή τη περίπτωση είναι να προσπαθεί να ενισχύει τη μνήμη του παιδιού με διάφορες ασκήσεις αλλά και να τον διευκολύνει στην εκτέλεση κάθε σταδίου.

Ορισμένα παιδιά δυσκολεύονται να «αποφασίσουν» ποιο χέρι είναι το επικρατέστερο και έτσι πότε χρησιμοποιούν το δεξί και πότε το αριστερό. Όταν δεν έχει εδραιωθεί η πλευρίωση, συνυπάρχουν δυσκολίες προσανατολισμού στο χώρο γραφής και επηρεάζεται η ικανότητα μάθησης και γραφής του παιδιού. Εάν ένα παιδί μετά τα 4 – 5 έτη εναλλάσσει ακόμα το μολύβι στα χέρια του, τότε ο εργοθεραπευτής θα παρέμβει προκειμένου να ενισχύσει τη δεξιόπλευρη ή την αριστερόπλευρη πλευρίωσή του.

Όταν ένα παιδί έχει κακό γραφικό χαρακτήρα, ο εργοθεραπευτής θα προσπαθήσει να διδάξει στο παιδί να κάνει «καλά» γράμματα, αλλά κυρίως να εντοπίσει ποια είναι η αιτία του προβλήματος – το παιδί μπορεί να μην κάθεται «σωστά», να τοποθετεί σε λάθος θέση το τετράδιο όταν γράφει ή να μην κρατάει σωστά το μολύβι. Επιπλέον, η εκμάθηση της σωστής «κατευθυντικότητας» των γραμμάτων και ο οπτικοκινητικός συντονισμός είναι τομείς στους οποίους ο εργοθεραπευτής με ειδικά παιχνίδια και δραστηριότητες μπορεί να παρέμβει, προκειμένου να βοηθήσει το παιδί να βελτιώσει το γραφικό του χαρακτήρα.

Η συχνότερη αιτία για την καθυστέρηση στην ανάπτυξη της ομιλίας των παιδιών είναι η ύπαρξη δυσκολίας στον προγραμματισμό και συντονισμό των αρθρωτικών κινήσεων που είναι απαραίτητες για την παραγωγή της ομιλίας. Η δυσκολία αυτή, με το κατάλληλο πρόγραμμα παρέμβασης που εφαρμόζει ο λογοθεραπευτής, μπορεί να αποκατασταθεί πλήρως και η εξέλιξη της ομιλίας του παιδιού να είναι φυσιολογική.

Αρκετά παιδιά προσχολικής ηλικίας παρουσιάζουν δυσκολίες στην παραγωγή συγκεκριμένων φωνημάτων. Αυτή η δυσκολία κυρίως οφείλεται σε μη ακριβή τοποθέτηση, δηλαδή το παιδί δεν ακολουθεί τον ακριβή τρόπο παραγωγής του κάθε φωνήματος. Στην περίπτωση που παρατηρήσετε κάτι τέτοιο, είναι απαραίτητη η αξιολόγηση του παιδιού από λογοθεραπευτή, ο οποίος θα εφαρμόσει ένα αποκαταστασιακό πρόγραμμα με στόχο την εξάλειψη των δυσκολιών του παιδιού.

Ας ξεκινήσουμε με την αποδοχή ότι κάθε παιδί ακολουθεί την δική του πορεία ανάπτυξης. Υπάρχουν ωστόσο κάποιες γενικές αρχές για το τι περίπου πρέπει να περιμένουμε από ένα παιδί σε κάθε ηλικία. Αν δείτε ότι η εικόνα του παιδιού σας αποκλίνει από τα ενδεικτικά στοιχεία του πίνακα καλό θα ήταν να γίνει ολοκληρωμένη αξιολόγηση από έναλογοθεραπευτή.

Βασικά στάδια ανάπτυξης Λόγου & Ομιλίας

Έως 6 μηνών:  Το μωρό αντιδρά σε ήχους, κοιτάει ή στρέφει το κεφάλι προς την πηγή τους. Παράγει ήχους.

Έως 12 μηνών: Καταλαβαίνει απλές οδηγίες. Λέει «μαμά» & «μπαμπά» Γυρίζει όταν ακούει το όνομά του.

Έως 18 μηνών: Καταλαβαίνει απλές οδηγίες και προτάσεις. Κατονομάζει οικεία αντικείμενα. Λέει καινούριες λεξούλες.

Έως 2 χρονών: Καταλαβαίνει σύνθετες οδηγίες. Λέει προτάσεις με 2-3 λέξεις.

Έως 3 χρονών: Καταλαβαίνει απλές ιστορίες. Φτιάχνει προτάσεις με 4-5 λέξεις. Χρησιμοποιεί πληθυντικό και προθέσεις. Κάνει ερωτήσεις.

Έως 4 χρονών: Η ομιλία του παιδιού αρχίζει να μοιάζει πολύ με αυτήν των ενηλίκων – καθαρή άρθρωση και χρήση γραμματικών και συντακτικών κανόνων.

Αν το παιδί δυσκολεύεται στο να κατανοήσει ένα κείμενο όταν το διαβάζει το ίδιο, ενώ του είναι περισσότερο κατανοητό όταν του το αναγιγνώσκει κάποιος άλλος, ότι έχει δυσκολίες στο να χωρίσει ένα κείμενο σε επιμέρους ενότητες, να εντοπίσει την κεντρική ιδέα καθεμιάς και να δώσει πλαγιότιτλους, να απαντήσει σε ανοιχτού τύπου ερωτήσεις, να κάνει περίληψη, να κάνει νοηματικές προεκτάσεις αφορμώμενο από το κείμενο, να εξάγει συμπεράσματα – τύπου ηθικού διδάγματος, τότε καλό θα ήταν να ζητήσετε τη συμβουλή ενός ειδικού εκπαιδευτικού.

Στη χώρα μας το μόνο κριτήριο για την εισαγωγή του παιδιού στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι η χρονολογική του ηλικία, κριτήριο που δεν αποτελεί το εγγύηση για την ομαλή εισαγωγή στην Α΄ τάξη, αφού κάθε παιδί έχει το δικό του ρυθμό ανάπτυξης. Η έγκαιρη αξιολόγηση της σχολικής ετοιμότητας από τον ειδικό εκπαιδευτικό δείχνει κατά πόσο το παιδί έχει τις απαραίτητες ικανότητες και την ωριμότητα που χρειάζεται για να φοιτήσει με επιτυχία και χωρίς δυσκολίες το Δημοτικό σχολείο ή σε ποιους τομείς χρειάζεται βοήθεια πριν την είσοδό του στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Αν παρατηρήσετε ότι το παιδί παρουσιάζει δυσκολίες στο να αντιληφθεί προμαθηματικές έννοιες (όπως ταξινόμηση, σειροθέτηση, αναγνώριση μεγεθών, αντίληψη ποσότητας, ομαδοποιήσεις, γνώση της σειράς των αριθμών, απαρίθμηση – μέτρηση αντικειμένων), στην εκτέλεση νοερών πράξεων, στην κατανόηση μαθηματικών συμβόλων και στη χρήση αυτών, στην κατανόηση και εκτέλεση των τεσσάρων βασικών πράξεων, στη χρήση των χρημάτων, στην αυτοματοποίηση της προπαίδειας κι άλλων ακολουθιών, στην κατανόηση και επίλυση των αριθμητικών προβλημάτων, στην εκτίμηση της ποσότητας ενός συνόλου αντικειμένων ή μεγεθών, στην εφαρμογή ενός αλγορίθμου, στη μεταφορά ενός προβλήματος σε αριθμητικά δεδομένα, τότε είναι καλό να αποταθείτε σε έναν ειδικό εκπαιδευτικό.

Αν έχετε διαπιστώσει ότι η παραγωγή προφορικού και γραπτού λόγου αποτελεί μια επίπονη διαδικασία για το παιδί, την οποία αποφεύγει συστηματικά, παρουσιάζει δυσκολίες στη σύνταξη, απουσία σημείων στίξης, άσχετες παρεμβολές, αδυναμία ανάπτυξης παραγράφου ή διαχωρισμού παραγράφων, ακατάστατο γραφικό χαρακτήρα, δυσανάγνωστο γραπτό, παραλείψεις τόνων ή παρατονισμούς, αντιστροφές γραμμάτων, παράλειψη ή μετατόπιση συλλαβών και πολλά ορθογραφικά λάθη, τότε καλό θα ήταν να ζητήσετε τη γνώμη ενός ειδικού εκπαιδευτικού.

Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια ικανότητα συγκέντρωσης. Η δυσκολία συγκέντρωσης των μαθητών επιδρά αρνητικά στην ικανότητα οργάνωσης της μελέτης και στην παρακολούθηση του μαθήματος στο σχολείο. Πολλές φορές το παιδί ξεχνά να φέρει από το σχολείο τετράδια, βιβλία και γραφική ύλη και οι εργασίες για την επόμενη μέρα είναι ελλιπώς ή και καθόλου σημειωμένες. Η παρέμβαση του ειδικού εκπαιδευτικού σε αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόζεται σε συνεργασία με το παιδί, το  γονιό και το δάσκαλο.

Αν το παιδί χρησιμοποιεί μόνο οικείες και απλές λέξεις,  δυσκολεύεται στην εύρεση της  κατάλληλης λέξης και στην γρήγορη ονομασία αντικειμένων, δε χρησιμοποιεί ευρύ φάσμα λεξιλογίου αναλογικά με την ηλικία του και επιλέγει λέξεις που φαίνονται αταίριαστες σε ένα συγκεκριμένο γλωσσικό περιβάλλον, κρίνεται απαραίτητη η εκτίμηση και η παρέμβαση από έναν ειδικό εκπαιδευτικό.

Αν παρατηρήσετε ότι το παιδί σας έχει δυσκολία στην κατάκτηση της ικανότητας για ορθογραφημένη γραφή, δηλαδή κάνει λάθη στις γραμματικές καταλήξεις και στο θέμα των λέξεων, αντικατάσταση, αντιστροφή ή παράλειψη γραμμάτων, ένωση λέξεων, έλλειψη τονισμού ή απουσία σημείων στίξης, είναι η αναγκαία η παρέμβαση ενός ειδικού εκπαιδευτικού. Σημειώνεται ότι το είδος και ο αριθμός των λαθών αποκτούν διαφορετική σημασία και απαιτούν διαφορετική αντιμετώπιση ανάλογα με τη βαθμίδα της σχολικής εκπαίδευσης στην οποία βρίσκεται ο κάθε μαθητής.

Τα παιδιά, όταν πρωτομαθαίνουν να γράφουν, παραλείπουν γράμματα,  χαρακτηριστικό το οποίο στα περισσότερα σταδιακά εξαλείφεται χωρίς παρέμβαση. Σε περίπτωση που το χαρακτηριστικό αυτό συνεχίζει να εμφανίζεται στα γραπτά του παιδιού και κυρίως σε λέξεις με δύσκολα συμφωνικά συμπλέγματα, π.χ. στ, τσ, πρ, κλ, στρ, μετά το πρώτο τρίμηνο της Β’ Δημοτικού, καλό θα ήταν να ζητήσετε αξιολόγηση από έναν ειδικό εκπαιδευτικό.

Υπάρχουν παιδιά που έχουν ιδιαίτερους ρυθμούς μάθησης σε σχέση με τους συνομήλικούς τους. Αν παρατηρήσετε ότι το παιδί σας διαβάζει αργά, κομπιάζει, διστάζει όταν διαβάζει φωναχτά ή αποφεύγει τη μεγαλόφωνη ανάγνωση, κάνει συχνά λάθη, αναστρέφει γράμματα, μαντεύει την κατάληξη μιας λέξης, παραλείπει, επαναλαμβάνει ή προσθέτει μικρές λέξεις στο κείμενο, πηδάει σειρές, διαβάζει την ίδια σειρά δύο φορές, χάνει τη θέση του στο κείμενο ή διαβάζει με τη βοήθεια του δακτύλου του, δε βάζει «χρώμα» στη φωνή του,  μαντεύει τις δύσκολες λέξεις από τα συμφραζόμενα, παρατονίζει και δεν τηρεί τα σημεία στίξης, ζητήστε τη συμβουλή ενός ειδικού εκπαιδευτικού στις μαθησιακές δυσκολίες για την αξιολόγηση των δυσκολιών αυτών και την έγκαιρη αντιμετώπισή τους.